- τσιγκρίζω
- βλ. τσουγκρίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγκρίζω — Ν βλ. τσουγκρίζω … Dictionary of Greek
τσουγκρίζω — και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν 1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους») 2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω … Dictionary of Greek
τσουγκρίζω — τσούγκρισα, τσουγκρίστηκα, τσουγκρισμένος, και τσιγκρίζω 1. μτβ., συγκρούω ελαφρά: Τσουγκρίσανε τα πασχαλινά αβγά τους. 2. αμτβ., μτφ., συγκρούομαι με κάποιον, φιλονικώ, μαλώνω, τσακώνομαι: Τα τσουγκρίσαμε με τον Κώστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)